12.1.09

Η θλίψη, το δωμάτιο και οι εποχές που άλλαξαν


Θλίψη 14/10/02
Νοστάλγησα τα βράδια που στοίβαζα τα λευκά μου χαρτιά και τις σκέψεις και τους στίχους. Και ‘παιρνα πάντα βαθειά ανάσα πριν αρχίσω και ευχόμουν να φτάσει ως το τέλος. Μουτζούρωνα λοιπόν τα χαρτιά μου ξανά και ξανά, κάθε βράδυ στο όνομα της θλίψης μου. Και σφίγγονταν η καρδιά μου, τώρα το νιώθω πόσο, σκαρφάλωνα πάνω της και πατούσα μ’ όλη της τη δύναμη να την στίψω. Έτσι μόνο κατάφερνα να κοιμηθώ ήσυχη, εξαντλημένη από το βάρος της θλίψης μου. Ξανά και ξανά, κάθε βράδυ στο όνομα της θλίψης, που την έκανα δικιά μου για να με παίρνει ο ύπνος.
Κι ύστερα πέρασαν λίγα χρόνια και ήρθε η αγάπη να μου πάρει όλη τη θλίψη. Και ξέρω γιατί μου την πήρε, όλη. Γιατί μ’ έβαλε να μοιραστώ ό,τι είχα. Ήρθε κι έσκυψε και μου ψιθύρισε, να μοιραστώ. Πώς παράκουσα; Ο αγέρας; Είμαι σίγουρη ακόμη πως είπε, να χαριστώ. Και ξέρω γιατί μου πήρε τη θλίψη, όλη, γιατί μ’ έβαλε – είμαι σίγουρη ακόμη – να χαριστώ. Κι ύστερα πέρασαν λίγα χρόνια και φεύγοντας η αγάπη, μου επέστρεψε τη θλίψη, όλη. Φθινόπωρο είναι ακόμα – λίγα χρόνια μετά – ή φθινόπωρο είναι πάλι – ίδιο φθινόπωρο σαν τότε; μόνο που, γλυκειά μου θλίψη, ό,τι κι αν παρέμεινε το ίδιο, όσο κι αν είναι φθινόπωρο ακόμα, αθάνατο φθινόπωρο, όσο κι αν η καρδιά μου κι αγρύπνια μου σε λαχταρά, δεν θα με βρεις εδώ, ω καλή, γλυκειά μου θλίψη.

---------------

Ψαχούλευα στα παλιά μου backup, από παλιότερους υπολογιστές, που έχουν μείνει ακόμα ασυμάζευτα, και έπεσα πάνω σε μια «δακτυλογραφημένη σκέψη», τότε που δεν ήξερα ακόμα τι σημαίνουν τα blogs. Η διαδικασία αποτύπωσης σκέψεων, πόσο διαφορετική ήταν, και ακόμα παλιότερα βέβαια... ακόμα πιο πολύ.

Για μένα, ήταν και άλλη η διαδικασία του γραψίματος τότε. Η διαδικασία του «να μπεις μέσα» όπως την θυμάμαι να λέγεται.
Θυμάμαι πως υπήρχε ένα δωμάτιο.
Θυμάμαι πως άρχιζα να βλέπω την πόρτα του, μόνο όταν το μυαλό μου ψαχνόταν, γιατί όλη την υπόλοιπη μέρα, πόρτα, εκεί, δεν υπήρχε. Όταν η πόρτα ήταν φανερή πια, την άνοιγα και έμπαινα μέσα. Δεν έμοιζε και πολύ διαφορετικό από το «πραγματικό» μου δωμάτιο και τελοσπάντων από τα δωμάτια των περισσότερων ανθρώπων. Φοιτητικό/παιδικό, με ντουλάπα, κρεβάτι, παράθυρο και βέβαια, γραφείο. Γραφείο με συρτάρια, στυλό και μολύβια, φωτιστικό, χαρτιά -γραμμένα και λευκά-, καθρέφτης και βέβαια ρολόι.
Θυμάμαι πόνο στο χέρι -και στην καρδιά αλίμονο- αλλά κυριώς, πόνο στο χέρι.
Θυμάμαι και ιδρώτα. Ιδρώτα; Μα καλά είναι δυνατόν; Θυμάμαι και ιδρώτα.
Θυμάμαι μόνο νύχτα. Θυμάμαι, να μοιάζει πάντα, μόνο νύχτα.

Θυμάμαι κλειστά παραθυρόφυλλα -το μεσημέρι-, και ναι... εκείνη η χαραμάδα.
Μισόκλειστα παραθυρόφυλλα, με μια μικρή χαραμάδα, να απειλεί πως θα μπει από κει ο δυνατότερος ήλιος του μεσημεριού. Δεν φτάνει μόνο αυτό.
Θυμάμαι και καπνό. Πολύ καπνό!
Το υπερθέαμα ήταν ένα. Εκπνοή καπνού πυκνού στη χαραμάδα που παραφύλαγε τον ήλιο. Spectacular!
Και θυμάμαι και ένα τελευταίο. Δεν έβγαινα από κει αν δεν είχα τελειώσει αυτό που έπρεπε, τον κώλο μου να χτυπούσα κάτω. Δεν πάει να ικέτευα και να εκλιπαρούσα, τίποτα. Όχι, δεν υπήρχε ελπίδα να βγω από το δωμάτιο, δεν υπήρχε ελπίδα, ούτε να σηκώσω το χέρι μου από το χαρτί. Πόσο άλλαξαν οι εποχές.

Λυπάμαι αλλά πρέπει να φύγω για το γραφείο. ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Λυπάμαι.

No comments:

Post a Comment