14.12.10
Τα κλειδιά των ερχόμενων ημερών
Δίπλα στις ταυτότητες των φωτεινών δωματίων,
παρατημένα τα κλειδιά των ερχόμενων ημερών.
Ένα τσαλακωμένο περιτύλιγμα -για την αναπνοή των επόμενων σκέψεων-
κι ο αναπτήρας που θ' ανάψει τις νοτισμένες ζωές μας.
Ήθελα να ακούσεις πως ανασαίνουν τα βράδια μου
κι ύστερα ν 'ακουμπήσεις επάνω στο εδώ μου.
Κι ήθελα να σου πω, πως γεννιούνται τα ποιήματα
κι εσύ να γιορτάσεις που είμαστε εδώ.
Φόρεσες το μπουφάν,
κράτησες στο χέρι τα κλειδιά
κι έκατσες στην καρέκλα κρατώντας αγκαλιά μια σιωπή.
Με την πλάτη σου γυρισμένη
σ' όλα μας τα παράθυρα.
Κάποιος χτυπάει την πόρτα.
Θ' ανοίξω.
8.10.10
Ήμασταν και παραμένουμε...
Σε αυτούς, που μίλησαν πριν από μας, για την μικρή, αιώνια εφηβεία των ονείρων και της ζωής μας. Ήμασταν και παραμένουμε... μικροί και αιώνιοι.
2.3.10
Αλήθειες κατά παραγγελία
Μην με κοιτάζεις έτσι.
Το έτσι είναι τόπος, κι εσύ ούτε που τον ταξίδεψες καμιά φορά.
Δεν υπάρχουν εκλεπτυσμένες αλήθειες να εξηγήσω.
Αυτός ο τόπος ούτε μυστικός είναι, ούτε και τροπικός.
Και τα νούμερα του καθενός μας είναι προκαθορισμένα.
Μην με κοιτάζεις έτσι.
Για να είμαστε ειλικρινείς, δεν με έχουν κλειδωμένη.
Έχουμε πόρτες, αληθινές, αλλά δεν κρέμεται κλειδί.
Αυτός ο τόπος ούτε φυλακή είναι, ούτε εξορία.
Μα τα νούμερα του καθενός μας γίνονται εντός του προαυλίου.
Μην με κοιτάζεις έτσι.
Για να είμαστε ειλικρινείς, εδώ είναι όλα υπό έλεγχο.
Μας είπαν πως έχουμε συστήματα υψίστης ασφαλείας.
Αυτός ο τόπος είναι γεμάτος μεγάλα παράθυρα με θέα.
Ακόμα και τα νούμερα του καθενός μας βλέπουμε από κει.
Μην με κοιτάζεις έτσι.
Επίμονα ζητάς εδώ και μέρες να σου πω. Επίμονα.
Κι αυτές οι πέτρες στο προαύλιο νιώθω πως θα με πυροβολήσουν.
Αυτός ο τόπος δεν έχει κάτι που να σε αφορά, στο λέω.
Και τα νούμερά μου ήταν δεμένα σε χαρτί πάνω στην πέτρα.
Το μόνο που μπορώ να σου πω,
η διαμονή ήταν πακέτο με τα οδοιπορικά. Μια τιμή.
Μην με κοιτάζεις έτσι. Έχω ξεχάσει πόσο.
Το συμβόλαιο ήταν δελεαστικό, όχι πως χρειαζόμουν.
Ούτε συμβόλαιο, ούτε δέλεαρ.
Ήταν όμως πακέτο.
Οι νέοι είναι πολύ χαρούμενοι.
Στα νούμερα φοράνε σιδερωμένες τις στολές.
Οι παλιοί δεν λένε κουβέντα.
Δεν ξέρω καν αν κάνουν όλοι το νούμερο τους.
Μοιάζουν να ‘ναι λίγοι οι παλιοί.
Στ’ αλήθεια όμως δεν ξέρω, φεύγουν ή πεθαίνουν;
Κανένα από τα δύο δεν ήταν στο συμβόλαιο.
Τις τελευταίες μέρες νιώθω αδιάθετη.
Είχα καιρό να αρρωστήσω.
Δεν με πειράζει, μόνο που βλέπω κάτι αλλόκοτα όνειρα.
Και το πρωί, σηκώνομαι και κάνω περίεργες σκέψεις.
Σκέφτομαι που μου ζητάς να σου πω για κείνες τις μεγάλες αλήθειες
και αναρωτιέμαι αν φταίει, ίσως, το ότι δεν έχεις καλή θέα
ή γιατί μπορεί να νιώθεις ανασφάλεια.
Είναι και κάτι που με έχει τρομάξει.
Σκέφτηκα χθες να έρθω να σε δω. Περίεργη σκέψη, ε;
Μην με κοιτάζεις έτσι.
Οι μεγάλες αλήθειες...
Με θυμώνεις.
Ούτε που μπήκες στον κόπο να ταξίδεψες προς τα δω καμιά φορά
και θες να μάθεις τώρα πως μυρίζει ο πηλός όταν τον πλάθεις.
Αφού ξέρεις να δίνεις σχήμα τι σε νοιάζει παραπάνω, μου λες;
Έχεις δίκιο, τόση ώρα μιλάω και είναι όλα... παλιά και εντυπώσεις.
Τι να τις κάνεις τις εντυπώσεις; Έχεις δίκιο.
Αλήθειες κατά παραγγελία.
Οι πόρτες μπορούν να είναι κλειδωμένες ακόμα κι ας μην κρέμεται κλειδί.
Σημασία έχει, αν είσαι μέσα ή στο πλατύσκαλο.
Τα παράθυρα θα διαθέτουν πάντα θέα, για όλα τα γούστα.
Σημασία έχει, αν κοιτάς ή κάποιος κοιτάει εσένα.
Μεγάλες αλήθειες...
Εμένα μου μοιάζουν όλες προφανείς.
Μόνο που δεν θυμάμαι τι πρέπει να κάνω στο νούμερο μου.
Και θα είναι πάντοτε μεγάλες, όσο αντέχεις να σε αφορούν.
Εσύ τώρα, έλα κάτσε εδώ δίπλα
και κοίταξε με.
Πόσες μεγάλες αλήθειες χωράνε στο προαύλιό σου;
29.7.09
I need vacations. You need vacations. We all need vacations?
Ήρθε λοιπόν και πάλι φέτος το αποκορύφωμα της χρονιάς του καθενός μας.
Πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος κακουχιών, αναποδιών, προβλημάτων, καταπιεστικής δουλειάς, ερωτικών –και ενίοτε σεξουαλικών- προβλημάτων, μιζέριας και δυστυχίας.
Αλλά! Οι καλοκαιρινές διακοπές είναι εδώ για όλους μας!
Τέρμα λοιπόν η καταπίεση και οι δυσκολίες, ήρθαν οι διακοπές για να μας λυτρώσουν.
Θα φτιάξουμε τις βαλιτσούλες μας, αφού θα έχουμε τσακωθεί με το έτερον ήμισυ για την πραγματική χωρητικότητα της βαλίτσας, θα πάρουμε το αυτοκινητάκι μας και, αγχωμένοι και ιδρωμένοι από την ατελείωτη κίνηση προς το λιμάνι, θα μπούμε στο καραβάκι μας. Σκεπτόμενοι τον αδρά πληρωμένο ναύλο και διαμονή, θα πιούμε πέντε-έξι καφεδάκια, θα φάμε όσα δεν θα τρώγαμε ποτέ σε ένα απόγευμα –αλλά βλέπεις το ταξίδι ανοίγει την όρεξη στους Έλληνες- κι έτσι σιγά-σιγά πιάσουμε λιμάνι στο μαγικό νησάκι.
Θα περάσουν, μοναδικά για τον καθένα, μία με δύο βδομάδες, με ή χωρίς εναλλαγή στον προορισμό μας, και θα γυρίσουμε και πάλι στην πόλη μας.
Απαλλαγμένοι από τα προβλήματα. (;) Πιο αδύνατοι και πιο όμορφοι. (;) Σε μια καλύτερη και πιο κερδοφόρα δουλειά. (;) Έχοντας «επισκευάσει» τη σχέση με την αγάπη μας. (;) Έχοντας ανακαλύψει μέσα μας –στις ατελείωτες ώρες μαυρίσματος στην αμμουδιά- έναν καλύτερο εαυτό. (;)
Ή μάλλον καλύτερα και σπουδαιότερα, θα γυρίσουμε και πάλι στην πόλη μας, έχοντας βρει το νόημα της ζωής και των πραγμάτων (42), της ευτυχίας και όλων όσων καθένας από μας πασχίζει καθημερινά να ανακαλύψει και αυτή η ρουφιάνα η ρουτίνα δεν τον αφήνει. (;)
Do we really need vacations?
Ή μήπως –οι περισσότεροι από μας- χρειάζεται να κάνουμε μια αναθεώρηση των πραγμάτων; Ένα πραγματικό reboot ή και format για τις πιο δύσκολες περιπτώσεις;
Πως από καμμένοι ή καημένοι θα γίνουμε άνθρωποι με ενέργεια και λαχτάρα για τη ζωή; Μήπως –οι περισσότεροι από μας, για να αποφύγω και τις παρεξηγήσεις- χρειάζεται να βρούμε πως πραγματικά θέλουμε τη ζωή μας, τι δουλειά θέλουμε αληθινά να κάνουμε –και όχι αυτό που ανίδεα διαλέξαμε στα 18 μας, τι μας κάνει ευτυχισμένους και τελικά να τα κάνουμε όλα πραγματικότητα;
Νομίζω πως τότε, οι διακοπές θα είναι ξεκούραστες, διαφορετικές και θα έχουν μεγαλύτερο νόημα. Τότε, οι διακοπές όλων μας, θα είναι ένα διάλειμμα από την υπέροχη ρουτίνα μας, μια ανάπαυλα από τη ζωή που επιλέξαμε και θα είμαστε όλοι στην ευχάριστη θέση να λέμε:
I “need” to return. You “need” to return. We all “need” to return.
Ας περάσουμε λοιπόν υπέροχα και ας γυρίσουμε, όλοι, καλύτεροι άνθρωποι.
23.5.09
Τα λάθη, τα φαντάσματα και μια αφιέρωση
Πάντα υπάρχει κάτι να πεις.
Πάντα υπάρχει κάτι για να λες.
Το γεγονός του χειμάρρου των σκέψεων είναι η μέγιστη προδοσία.
Πάντα υπάρχει κάτι να πεις.
Πάντα υπάρχει κάτι για να λες.
Η ανθρώπινη ύπαρξη - ολόκληρη - βασίζεται στον χείμαρρο ετούτο.
Οι σκέψεις ζουν
όπως ασταμάτητα ανθίζουν οι γλάστρες στο μπαλκόνι,
όπως ασταμάτητα περνούν οι περαστικοί,
όπως ασταμάτητα περνούν οι μέρες.
Ανελέητα ζουν.
Έχω μέρες να βγω στο μπαλκόνι.
Έχω μέρες να ποτίσω τις γλάστρες μου.
Ούτε είδα κατά που πάνε οι περαστικοί
και το ημερολόγιό μου -αλήθεια- δεν θυμάμαι που το συμμάζεψα.
Ανελέητα ζω τούτη την απουσία μου.
Πόσο ιδανικά μοιάζουν όλα στην απουσία.
Δροσερά και πολύχρωμα.
Φυσάει κι εκείνο -το γνωστό- ανοιξιάτικο αεράκι του απογεύματος.
Ιδανικά και άπιαστα.
Πως να τολμήσω να βγω στο μπαλκόνι.
Είναι όλα τόσο μεγάλα και σπουδαία.
Πως να τολμήσω να βγω στο μπαλκόνι.
Αχ αυτή η απουσία.
Μ' έχει θυμώσει.
Μ' έκανε να νιώθω ανίκανη
κι έχω θυμώσει.
Την άφησα να με κάνει να νιώθω ανίκανη.
Το πιο μικρό πράγμα που έμεινε, τελικά, απραγματοποίητο
είναι σπουδαιότερο από το μεγαλύτερο λάθος που έκανα ποτέ.
Τα φαντάσματα όσων δεν γίνονται.
Άσχημο παιχνίδι για να μπλέξεις.
Καλύτερα τα λάθη.
Καλύτερα τα λάθη.
Η απουσία τελικά θα ανθίσει
και θα περνούν οι περαστικοί
και μέρα με τη μέρα θα θαυμάζουν,
την ανάπτυξη μιας ύπαρξης
που αγαπά τα λάθη.
9.3.09
Έρχεται η άνοιξη και ίσως την πατήσουμε
[Πρώτη ιστορία του παιχνιδιού «Πες μου μια ιστορία, δίχως τέλος»]
Κάποτε μέναμε πάλι σε μονοκατοικία.
Στον διπλανό κήπο άνθιζε, κάθε άνοιξη, μια κορομηλιά.
Κρεμιόμουνα στα κάγκελα, ίσα για να μ’ αγγίξουν.
Λευκά ανθάκια της αγνότητας
με ‘κείνο τ’ άρωμα, που μ’ άλλαζε την υπόσταση.
Ήταν ο τρίτος μου έρωτας και –κάθε άνοιξη- με αγρίευε.
Πιο πέρα πετούσαν τα αεροπλάνα, στον ουρανό του σούρουπου.
Μικρές λευκές γραμμές, σε νοητή ανηφόρα.
Κάθε άνοιξη, έμοιαζαν να απογειώνονται, την ίδια ακριβώς ώρα.
Κι ήταν σαν να σήκωναν ένα τολμηρό, γεμάτο φόρα αεράκι.
Ήταν ο δεύτερός μου έρωτας και -κάθε άνοιξη- ένιωθα στάσιμη.
Την άνοιξη βγαίναν γύρα και τα ‘ρσενικά.
Ο πρώτος έρωτας. Tελειωτικός και ατελείωτος.
Πάντοτε υπήρχε κι ένας. Έφτανε δεν έφτανε, τελικά.
Μαλλιά ατίθασα, μυρωδιά κυκλωτική, ανάσα αγριευτική.
Το απόλυτο είδος.
Μπορούσα απλά να τους εισπνεύσω και να εξαφανιστούν.
Ο πρώτος έρωτας. Tελειωτικός και ατελείωτος.
Έρχεται η άνοιξη.
Δεν θα φοβηθώ, είναι σίγουρο.
Θα είμαι έτοιμη.
Τόσες άνοιξες περάσαν
και ξέρω πια.
Θα ανθίζουν οι κορομηλιές, θα πετούν τα αεροπλάνα, θα γυρνούν τα ‘ρσενικά.
Και εγώ -κάθε φορά- αγριεμένη και στάσιμη
θα ξέρω πως δεν φτάνει.
Γιατί κάθε μια άνοιξη που έρχεται
το ίδιο πράγμα λέει,
ο έρωτας πάντα βρίσκεται
σ’ ό,τι δεν μας ανήκει.
----------------------
Σκοπός και οδηγίες του παιχνιδιού
Κάποτε μέναμε πάλι σε μονοκατοικία.
Στον διπλανό κήπο άνθιζε, κάθε άνοιξη, μια κορομηλιά.
Κρεμιόμουνα στα κάγκελα, ίσα για να μ’ αγγίξουν.
Λευκά ανθάκια της αγνότητας
με ‘κείνο τ’ άρωμα, που μ’ άλλαζε την υπόσταση.
Ήταν ο τρίτος μου έρωτας και –κάθε άνοιξη- με αγρίευε.
Πιο πέρα πετούσαν τα αεροπλάνα, στον ουρανό του σούρουπου.
Μικρές λευκές γραμμές, σε νοητή ανηφόρα.
Κάθε άνοιξη, έμοιαζαν να απογειώνονται, την ίδια ακριβώς ώρα.
Κι ήταν σαν να σήκωναν ένα τολμηρό, γεμάτο φόρα αεράκι.
Ήταν ο δεύτερός μου έρωτας και -κάθε άνοιξη- ένιωθα στάσιμη.
Την άνοιξη βγαίναν γύρα και τα ‘ρσενικά.
Ο πρώτος έρωτας. Tελειωτικός και ατελείωτος.
Πάντοτε υπήρχε κι ένας. Έφτανε δεν έφτανε, τελικά.
Μαλλιά ατίθασα, μυρωδιά κυκλωτική, ανάσα αγριευτική.
Το απόλυτο είδος.
Μπορούσα απλά να τους εισπνεύσω και να εξαφανιστούν.
Ο πρώτος έρωτας. Tελειωτικός και ατελείωτος.
Έρχεται η άνοιξη.
Δεν θα φοβηθώ, είναι σίγουρο.
Θα είμαι έτοιμη.
Τόσες άνοιξες περάσαν
και ξέρω πια.
Θα ανθίζουν οι κορομηλιές, θα πετούν τα αεροπλάνα, θα γυρνούν τα ‘ρσενικά.
Και εγώ -κάθε φορά- αγριεμένη και στάσιμη
θα ξέρω πως δεν φτάνει.
Γιατί κάθε μια άνοιξη που έρχεται
το ίδιο πράγμα λέει,
ο έρωτας πάντα βρίσκεται
σ’ ό,τι δεν μας ανήκει.
----------------------
Σκοπός και οδηγίες του παιχνιδιού
"Πες μου μια ιστορία, δίχως τέλος" - Σκοπός και οδηγίες παιχνιδιού
Εδώ και λίγο καιρό, μαζί με κάποιους μπλογκόφιλους, σκεφτήκαμε να ξεκινήσουμε ένα παιχνίδι που θα είναι δημιουργικό, που θα μας δώσει την ευκαιρία να γνωρίσουμε νέα blogs και βέβαια θα μας προκαλέσει να τρέξουμε έναν γύρο στον αγώνα «Πες μου μια ιστορία, δίχως τέλος», παίρνοντας τη σκυτάλη –και στην ουσία, την έμπνευση- από κάποιον άλλον blogger.
Σκοπός του παιχνιδιού είναι να γράψει ο καθένας μας μια «ιστορία», για όποιο θέμα βρίσκει ενδιαφέρον, χωρίς να υπάρχει κάτι να τον περιορίζει, στο θέμα ή στο ύφος γραφής. Μια ιστορία για ό,τι τον εμπνέει ή τον συγκινεί, με την προϋπόθεση να ξεκινήσει το post του με την τελευταία πρόταση του προηγούμενου παίκτη. Με αυτόν τρόπο, θα καταφέρουμε να δημιουργήσουμε μια σειρά από μοναδικές «ιστορίες» όπου θα συνδέεται η μία με την άλλη με μία πρόταση.
Έτσι, λοιπόν, όποιος αναγνώστης βρει ενδιαφέρον είτε σε ολόκληρο το post είτε στην τελευταία πρόταση/σκυτάλη ενός παίκτη, μπορεί να την πάρει και με αυτή να ξεκινήσει στο δικό του blog την δική του «ιστορία».
Στο χώρο των comments θα πρέπει να δηλώσει αρχικά ότι παραλαμβάνει την σκυτάλη αλλά και σε ποιο blog θα βρούμε τη συνέχεια της «ιστορίας».
Οι «ιστορίες» μπορούν να έχουν οποιοδήποτε θέμα, χωρίς να χρειάζεται η μία να είναι συνέχεια της άλλης, και το μόνο που θα τις συνδέει θα είναι η πρόταση/σκυτάλη.
Επίσης, στο ξεκίνημα του κάθε post, θα πρέπει να αναφέρεται η πρόσταση Συνέχεια του παιχνιδιού «Πες μου μια ιστορία, δίχως τέλος» από το blog Χ (δημιουργώντας link από το post που που πάρθηκε η σκυτάλη), ώστε όποιος ενδιαφέρεται να μπορεί να ανατρέξει στις προηγούμενες ιστορίες.
Ο παίχτης που έχει πάρει τη σκυτάλη -αν στο blog του εγκρίνει τα comments των αναγνωστών πριν τα ανεβάσει- για όσο καιρό την έχει (μέχρι δηλαδή κάποιος άλλος δηλώσει στα comments του ενδιαφέρον) καλό θα ήταν να το απενεργοποιήσει, για να μπορεί άμεσα να δηλωθεί ενδιαφέρον από τον επόμενο ενδιαφερόμενο.
Κλείνοντας, απαραίτητη προϋπόθεση είναι, στο τέλος κάθε post να υπάρχει η πρόταση Σκοπός και οδηγίες του παιχνιδιού, το οποίο θα πρέπει να μετατρέπεται σε link με την παρακάτω διεύθυνση: http://tinyurl.com/dggqkn, προκειμένου κάθε αναγνώστης να έχει τη δυνατότητα να μάθει το σκοπό και τους όρους του παιχνιδιού.
Ελπίζω να διασκεδάσετε και να γνωρίσετε νέους ανθρώπους και νέα blogs. Σας αφήνω, γιατί πρέπει να αρχίσω να τρέχω, μέχρι να δω στον ορίζοντα τον πρώτο που θα πάρει την σκυτάλη μου.
27.2.09
Me, my avatar and I
DimitrAT= Dimitra Themeli
DimitrAT= Dimitr(a) Athens
DimitrAT= Dimitr@
Μικροί, απλοί συνδιασμοί. Τίποτα παραπάνω.
Ουσιαστικά δεν υπάρχει κάτι σύνθετο ή περίπλοκο, ούτε κάποια ιστορία πίσω από το ψευδώνυμό μου, στην πραγματικότητα είναι το όνομά μου.
Ομοίως συμβαίνει και με το avatar μου.
Όταν ξεκίνησα να σκέφτομαι ποια εικόνα θα χρησιμοποιήσω, οι υποψηφιότητες ήταν τόσες πολλές που δεν κατάφερα ποτέ να διαλέξω κάποια από όσες είχα συλλέξει, εικόνες από κόμικς, από εξώφυλλα δίσκων, εικόνες από χίλια δυο σημεία του internet. Ένιωθα πως αργά ή γρήγορα, όποια από όλες αυτές έβαζα, θα την βαριόμουν. Δεν το έψαξα παραπάνω. Φωτογραφίες διακοπών. Καλοκαίρι 2008 στην Αλόννησο. Εγώ και πάλι εγώ, σε μια εικόνα γνώριμη για όσους με ξέρουν και με το κάδρο καθορισμένο από τον φωτογράφο και όχι από το photoshop. Δεν το έψαξα παραπάνω.
Η φωτό αυτή συνοδεύει όλα τα profile μου, όπου το απαιτεί κάποια εγγραφή.
Στη συνέχεια μου άρεσε πολύ αυτή η σκέψη, να μην «κρυφτώ» δηλαδή πίσω από μια εικόνα ή ένα ψευδώνυμο, και που τελικά να μην είμαι κυριολεκτικά εγώ. Δεν ήθελα να υπάρχει κανένα ίχνος μάσκας, απλά ένα μικρό παιχνίδι, στην εικόνα και στις λέξεις, για να κάνουμε και λίγο εντύπωση βρε παιδί. ;-p
Κι όλα αυτά τα γράφω, στα πλαίσια του παιχνιδιού, μίλησε για το avatar σου ή και για το ψευδώνυμό σου και ύστερα δώσε τη σκυτάλη σε 5 άλλα blogs που εσύ θέλεις, το «χρέος» μου το έκανα, για το πρώτο κομμάτι μόνο. Θα ήθελα να μην προχωρήσω στέλνοντας αυτή την «υποχρέωση» σε άλλους 5, γιατί πραγματικά θα νιώσω, σαν αυτά τα ανατριχιαστικά mail που όλοι έχουμε λάβει, τα οποία αν δεν τα προωθήσουμε σε 5 φίλους μας κάτι κακό θα μας συμβεί.
Μου έδωσε την σκυτάλη για αυτό το παιχνίδι ο webwalker, τον ευχαριστώ πολύ, και τώρα, ήρθε η ώρα να ξεκινήσουμε ένα νέο παιχνίδι και είστε όλοι επρόσδεκτοι. Μείνετε συντονισμένοι...
21.2.09
Γιατί είμαι ο γείτονας, «που έφυγε για διακοπές».
Rock me...
...γιατί αρχές του έτους «φεύγω» πάντα,
προγραμματισμένη, σαν πτήση χωρίς καθυστέρηση.
Είναι ίσως που έρχεται και η άνοιξη.
Mοιάζει με το άγχος και την αγωνία που νιώθουμε,
όχι γι’ αυτά που είναι εδώ αλλά γι’ αυτά που θα ‘ρθουν.
Είναι που πεθαίνω για τη φυσαρμόνικα και δεν μπορώ να μην είμαι blue.
Δεν είναι φευγιό, για να ‘μαστε σαφείς.
Είναι που δεν γίνονται οι απαιτούμενες συνδέσεις,
είναι που μοιάζουμε με παρεξήγηση,
και που πεθαίνω βέβαια και για τη φυσαρμόνικα.
Είναι που ο τόπος μοιάζει αλλιώς και που οι άνθρωποι είναι θλιβεροί,
μα και που πεθαίνω βέβαια και για τη φυσαρμόνικα.
Είναι που ένα φιλαράκι λέει να την κάνει και μας λείπει ήδη, θλιμένα,
σαν εκείνη τη φυσαρμόνικα.
Είναι και που ένα άλλο έχει ζόρια δύσκολα,
κι εγώ δεν ξέρω να του παίζω φυσαρμόνικα.
Θα ισιώσουν όλα ρε παίδες, θα δείτε.
Θα γίνουμε πάλι ωραίοι
κι από πίσω θα παίζει...
31.1.09
Ο Μπους, η Κοντολίζα και ένας μικρός Θεός… στην παραλία
Καλοκαίρι. Τοπίο πράσινο, άγριο και δροσερό, που σβήνει σε γαλανά νερά.
Αλόννησος. Παραλία Μεγάλος Μουρτιάς.
Κατεβαίνω τα σκαλοπάτια της παραλιακής ταβέρνας και αυτό το μεσημέρι –όπως τα περισσότερα μεσημέρια της βδομάδας του δεκαπενταύγουστου των τελευταίων χρόνων.
Η παραλία ξεκινάει μετά από το τελευταίο σκαλί.
Περπατάω στα χοντρά και άγαρμπα βότσαλα, της κατά τα άλλα υπέροχης παραλίας. Γύρω, πολύ παράξενο για τέτοια εποχή, υπάρχουν ελάχιστες ομπρέλες ανοιχτές και ο κόσμος είναι αδικαιολόγητα λίγος.
Είμαι δύο βήματα από τη θάλασσα, φυσάει ένα υπέροχο αρμυρό αεράκι. Δίπλα μου, κατεβαίνουν για να κολυμπήσουν μαζί μου, ο Τζωρτζ Μπους, η γυναίκα του και η Κοντολίζα Ράις. Το νερό είναι πολύ κρύο για τα γούστα μου, κοντοστέκομαι. Πολύ δειλά κάνω δυο βήματα, μου φτάνει πάνω από τα γόνατά. Οι άλλοι τρεις είναι ήδη μέσα. Πρέπει να το πάρω απόφαση. Κάνω μια απότομη κίνηση και μπλουμ, μέσα στο νερό. Μένω στα ρηχά και με γρήγορες κινήσεις προσπαθώ να συνηθίσω τη θερμοκρασία. Ο Μπους με την Κοντολίζα κολυμπούν πίσω μου, κουβεντιάζουν, χαζεύοντας ανακουφισμένοι τον γαλαζοπράσινο τοπίο. Εγώ μένω μπρούμυτα, ακόμα στα ρηχά, τόσο που κάποιες στιγμές ακουμπάω στα βότσαλα. Δίπλα μου πλησιάζει η γυναίκα του Μπους. Επιπλέουμε παράλληλα κοιτώντας προς την παραλία. Ρίχνει ένα βλέμμα στην πρώτη ομπρέλα, και με ρωτάει στα αγγλικά: «Αλήθεια, πως αντέχεις να βλέπεις τον κόσμο έτσι όπως έχει καταντήσει; Εσύ, ένας μικρός Θεός;» Παγώνω, νομίζω από ντροπή κυρίως. Κοιτάζω τα καταπράσινα πεύκα της πλαγιάς πάνω από το νερό. «Δεν ξέρω, τι να πω... Ζω, πολλές φορές μέσα από πόνο και θλίψη ζω. Τι να πω.», απαντάω.
Χτυπάει το τηλέφωνο που είναι στο σαλόνι. Ελάχιστα το ακούω.
Νιώθω ακόμα το νερό.
Χτυπάει το κινητό μου. «Εντάξει, ξύπνησα!»
--------
Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω τι να πω γι’ αυτό που μου συνέβη. Και ακόμα καλύτερα δεν ξέρω γιατί μου συνέβη. Δεν μπορεί να παίζει το μυαλό μου, έτσι, μαζί μου. Δεν μπορεί. Εύκολα μπορώ να στεναχωρηθώ, εύκολα μπορώ να προβληματιστώ.
Νομίζω όμως, πως είναι καλύτερα να κρατήσω το ευχάριστο του πρωτότυπου.
Δεν νομίζω πως βλέπεις συχνά τον Μπους και την Κοντολίζα στον ύπνο σου.
Και ως μικρός Θεός, θα φέρω μεθαύριο στον ύπνο μου και τον Ομπάμα.
Να δούμε τι εξυπνάδες έχει να πει και αυτός για τον κόσμο μας.
Αλόννησος. Παραλία Μεγάλος Μουρτιάς.
Κατεβαίνω τα σκαλοπάτια της παραλιακής ταβέρνας και αυτό το μεσημέρι –όπως τα περισσότερα μεσημέρια της βδομάδας του δεκαπενταύγουστου των τελευταίων χρόνων.
Η παραλία ξεκινάει μετά από το τελευταίο σκαλί.
Περπατάω στα χοντρά και άγαρμπα βότσαλα, της κατά τα άλλα υπέροχης παραλίας. Γύρω, πολύ παράξενο για τέτοια εποχή, υπάρχουν ελάχιστες ομπρέλες ανοιχτές και ο κόσμος είναι αδικαιολόγητα λίγος.
Είμαι δύο βήματα από τη θάλασσα, φυσάει ένα υπέροχο αρμυρό αεράκι. Δίπλα μου, κατεβαίνουν για να κολυμπήσουν μαζί μου, ο Τζωρτζ Μπους, η γυναίκα του και η Κοντολίζα Ράις. Το νερό είναι πολύ κρύο για τα γούστα μου, κοντοστέκομαι. Πολύ δειλά κάνω δυο βήματα, μου φτάνει πάνω από τα γόνατά. Οι άλλοι τρεις είναι ήδη μέσα. Πρέπει να το πάρω απόφαση. Κάνω μια απότομη κίνηση και μπλουμ, μέσα στο νερό. Μένω στα ρηχά και με γρήγορες κινήσεις προσπαθώ να συνηθίσω τη θερμοκρασία. Ο Μπους με την Κοντολίζα κολυμπούν πίσω μου, κουβεντιάζουν, χαζεύοντας ανακουφισμένοι τον γαλαζοπράσινο τοπίο. Εγώ μένω μπρούμυτα, ακόμα στα ρηχά, τόσο που κάποιες στιγμές ακουμπάω στα βότσαλα. Δίπλα μου πλησιάζει η γυναίκα του Μπους. Επιπλέουμε παράλληλα κοιτώντας προς την παραλία. Ρίχνει ένα βλέμμα στην πρώτη ομπρέλα, και με ρωτάει στα αγγλικά: «Αλήθεια, πως αντέχεις να βλέπεις τον κόσμο έτσι όπως έχει καταντήσει; Εσύ, ένας μικρός Θεός;» Παγώνω, νομίζω από ντροπή κυρίως. Κοιτάζω τα καταπράσινα πεύκα της πλαγιάς πάνω από το νερό. «Δεν ξέρω, τι να πω... Ζω, πολλές φορές μέσα από πόνο και θλίψη ζω. Τι να πω.», απαντάω.
Χτυπάει το τηλέφωνο που είναι στο σαλόνι. Ελάχιστα το ακούω.
Νιώθω ακόμα το νερό.
Χτυπάει το κινητό μου. «Εντάξει, ξύπνησα!»
--------
Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω τι να πω γι’ αυτό που μου συνέβη. Και ακόμα καλύτερα δεν ξέρω γιατί μου συνέβη. Δεν μπορεί να παίζει το μυαλό μου, έτσι, μαζί μου. Δεν μπορεί. Εύκολα μπορώ να στεναχωρηθώ, εύκολα μπορώ να προβληματιστώ.
Νομίζω όμως, πως είναι καλύτερα να κρατήσω το ευχάριστο του πρωτότυπου.
Δεν νομίζω πως βλέπεις συχνά τον Μπους και την Κοντολίζα στον ύπνο σου.
Και ως μικρός Θεός, θα φέρω μεθαύριο στον ύπνο μου και τον Ομπάμα.
Να δούμε τι εξυπνάδες έχει να πει και αυτός για τον κόσμο μας.
Subscribe to:
Posts (Atom)